σέρτικος

σέρτικος
1) acrid
2) severe

Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σέρτικος — η, ο, Ν [σέρτης (ΙΙ)] 1. (για καπνό) βαρύς, δυνατός 2. μτφ. (για πρόσ.) ο σέρτης (ΙΙ) …   Dictionary of Greek

  • σέρτικος — η, ο (λ. τουρκ.), τσουχτερός, βαρύς: Σέρτικα τσιγάρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”